- ἐνισκίμπτω
- ἐνι-σκίμπτω, aor. part. ἐνισκίμψαντε, aor. pass. ἐνισκίμφθη: lean on, hold close to, Il. 17.437; pass., stick in, Il. 17.528, Il. 16.612.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ενισκίμπτω — ἐνισκίμπτω (Α) επικ. τ. τού ενσκίμπτω* … Dictionary of Greek
ενσκίμπτω — ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) [σκίμπτομαι] 1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.) 2. εξακοντίζω 3. χτυπώ, πλήττω … Dictionary of Greek